Ι. ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΛΑΣ.

Αδέρφια –ακόμα ζωντανοί-
μην είσαστε σκληροί με εμάς,
συμπόνια αν δείχνατε μπορεί
και εσάς ο Θεός να λυπηθεί.
Εμείς –πέντε έξι από σας-
σπρωχτήκαμε στο αγνάντι αυτό,
κρέμεται η σάρκα στο σκοινί
γεύμα στα όρνια διαλεχτό,
σάπιο εφαγώθη• και βρωμά.
Τα κόκκαλα, σκόνη λεπτή,
σ’ανέμους άγριους θα χαθούν.
Κανείς στον κόπο δεν θα μπει
μιά προσευχή γιά μας να πει:
Είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Αδέρφια, τα λόγια μας αυτά
δεν ειν’γιά σας βαριά βρισιά.
Κι όμως, στον νόμο των πολλών,
κρεμώμαστε απ’το σκοινί.
Και λίγοι, ξέρετε, είναι πιά
οι ντόμπροι άντρες –σ’ότι πουν.
Μιά προσευχή γιά μας, νεκροί
που είμαστε, κάποιος σας να πει•
μακάρι η χάρη του Ιησού
να μην χαθεί σ’άγονη γη
κι ας μην σκιστεί με κεραυνούς
η Κόλαση, γιά να χαθούν
οι κολασμένες μας ψυχές•
[βιάση δεν έχει πιά γιά μας•]
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Νεκροί. Λουσμένοι από αστραπές
και ξεπλυμένοι απ’την βροχή
στεγνώνουμε στων ζωντανών
τον λαμπρό ήλιο –εμείς• νεκροί•-
την θλίψη μας και τα κορμιά•
σάρκες• βορά των σκουληκιών.
Κοράκια μας τσιμπολογούν
τα μάτια• τα μαλλιά τραβούν.
Γιά μας ξεκούραση καμμιά.
Σαν μιά κατάρα θεϊκή,

άγριοι άνεμοι σκορπούν
τα κόκκαλά μας στους καιρούς•
και ενώ στην Κόλαση βουτούν
τα ρημαγμένα μας κορμιά
-τα τρυπημένα πιό πολύ
κι από του ράφτη το λευκό
το δάχτυλο- που όμως κρατούν
το φως το λίγο, το αχαμνό.
Μην πέσετε σαν τα σκυλιά
πάνω στα αδέρφια μας προτού
μιά προσευχή πείτε γιά μας:
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Πρίγκηπα, Κύριε των Ψυχών,
Άρχοντα, κράτα μας καλά
πάνω απ’της Κόλασης το φως•
[μ’Αυτόν δεν έχουμε δουλειά].
Αδέρφια, αστείο δεν είναι αυτό•
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.


Ελεύθερη απόδοση του ποιήματος
του Φρανσουά Βιγιόν, «η μπαλάντα των κρεμασμένων».
(«ο επιτάφιος του Βιγιόν»).





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα